„προσωπογραφώ“: μεταβατικό ρήμα προσωπογραφώ [prosopoɣraˈfo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) porträtieren porträtieren προσωπογραφώ προσωπογραφώ