προσωπικό
[prosopiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Personalουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροσωπικόπροσωπικό
examples
- προσωπικό αμαξοστοιχίαςZugpersonalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προσωπικό επιτήρησηςAufsichtspersonalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προσωπικό κουζίναςKüchenpersonalουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples