προσχώρηση
[proˈsxorisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beitrittαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροσχώρηση σε ένα κόμμα, σε μια οργάνωσηπροσχώρηση σε ένα κόμμα, σε μια οργάνωση
- Zugehörigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσχώρηση σε θρησκείαπροσχώρηση σε θρησκεία