„προσυπογράφω“: μεταβατικό ρήμα προσυπογράφω [prosipoˈɣrafo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gegenzeichnen gegenzeichnen προσυπογράφω προσυπογράφω