„προστατεύω“: μεταβατικό ρήμα προστατεύω [prostaˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -ευμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schützen, beschützen, behüten, fördern schützen (από vor+δοτική | +Dativ +dat) προστατεύω προστατεύω beschützen, behüten προστατεύω προστατεύω fördern προστατεύω τέχνες και γράμματα προστατεύω τέχνες και γράμματα examples προστατεύω τον εαυτό μου sich schützen προστατεύω τον εαυτό μου