προστατευόμενος
[prostateˈvomenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, προστατευόμενη, προστατευόμενοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
προστατευόμενος
[prostateˈvomenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schützlingαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροστατευόμενοςπροστατευόμενος