προσλαμβάνω
[prozlamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-έλαβα; -λήφτηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- anstellen, einstellenπροσλαμβάνω υπάλληλοπροσλαμβάνω υπάλληλο
- engagierenπροσλαμβάνω καλλιτέχνηπροσλαμβάνω καλλιτέχνη