„προσκομίζω“: μεταβατικό ρήμα προσκομίζω [proskoˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorlegen, beibringen vorlegen, beibringen προσκομίζω προσκομίζω