προσβλητικός
[prozvlitiˈkos], προσβλητική, προσβλητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beleidigend, verletzendπροσβλητικόςπροσβλητικός
Thank you for your feedback!