προσαρμογή
[prosarmoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Anbringungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσαρμογή εφαρμογήπροσαρμογή εφαρμογή
- Anpassungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσαρμογή συμμόρφωσηπροσαρμογή συμμόρφωση
- Eingewöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσαρμογή συνήθειαπροσαρμογή συνήθεια
- Adaptationθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσαρμογή ιατρική | Medizinιατρ βιολογία | Biologieβιολπροσαρμογή ιατρική | Medizinιατρ βιολογία | Biologieβιολ
examples
- προσαρμογή μισθούLohnausgleichαρσενικό | Maskulinum, männlich m