„προσαγωγή“: θηλυκό προσαγωγή [prosaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vorführung Vorführungθηλυκό | Femininum, weiblich f προσαγωγή προσαγωγή