προσάρτηση
[proˈsartisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Angliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσάρτησηπροσάρτηση
- Annektierungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσάρτηση πολιτική | PolitikπολιτAnnexionθηλυκό | Femininum, weiblich fπροσάρτηση πολιτική | Politikπολιτπροσάρτηση πολιτική | Politikπολιτ