„προσάναμμα“: ουδέτερο προσάναμμα [proˈsanama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feueranzünder Feueranzünderαρσενικό | Maskulinum, männlich m προσάναμμα προσάναμμα