„προπύργιο“: ουδέτερο προπύργιο [proˈpirjio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hochburg Hochburgθηλυκό | Femininum, weiblich f προπύργιο προπύργιο