„προπορεύομαι“: αμετάβατο ρήμα προπορεύομαι [propoˈrevome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorausfahren vorausfahren προπορεύομαι προπορεύομαι