προορισμός
[proorizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bestimmungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροορισμός καθορισμόςπροορισμός καθορισμός
- Zielουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροορισμός σκοπόςπροορισμός σκοπός
- (Reise-)Zielουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροορισμός ταξιδιούπροορισμός ταξιδιού
- Bestimmungsortαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροορισμός επιστολήςπροορισμός επιστολής
- Zielbahnhofαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροορισμός σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρπροορισμός σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
examples
- προορισμός πτήσηςFlugzielουδέτερο | Neutrum, sächlich n