„προορίζω“: μεταβατικό ρήμα προορίζω [prooˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bestimmen, vorsehen bestimmen, vorsehen προορίζω προορίζω