„προοδευτικός“ προοδευτικός [prooðeftiˈkos], προοδευτική, προοδευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fortschrittlich fortschrittlich προοδευτικός προοδευτικός