προνομιούχος
[pronomiˈuxos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, προνομιούχα, προνομιούχοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- privilegiertπρονομιούχοςπρονομιούχος
προνομιούχος
[pronomiˈuxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)