„προμετωπίδα“: θηλυκό προμετωπίδα [prometoˈpiða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Titelblatt Titelblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n προμετωπίδα προμετωπίδα