„προλεταριάτο“: ουδέτερο προλεταριάτο [proletariˈato]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Proletariat Proletariatουδέτερο | Neutrum, sächlich n προλεταριάτο προλεταριάτο