„προετοιμάζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα προετοιμάζομαι [proetiˈmazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich vorbereiten, sich rüsten sich vorbereiten, sich rüsten προετοιμάζομαι προετοιμάζομαι