„προεξέχω“: αμετάβατο ρήμα προεξέχω [proeˈksexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ohneαόριστος | Aorist aor> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hervorragen, vorstehen hervorragen, vorstehen προεξέχω προεξέχω