„προδικάζω“: αμετάβατο ρήμα προδικάζω [proðiˈkazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eine Vorentscheidung fällen eine Vorentscheidung fällen προδικάζω προδικάζω