προδιαμορφωμένος
[proðiamorfoˈmenos], προδιαμορφωμένη, προδιαμορφωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorgefertigtπροδιαμορφωμένοςπροδιαμορφωμένος
Thank you for your feedback!