„προδιαγραφή“: θηλυκό προδιαγραφή [proðiaɣraˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Norm Normθηλυκό | Femininum, weiblich f προδιαγραφή προδιαγραφή examples προδιαγραφέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl εκπομπών καυσαερίων Abgasnormθηλυκό | Femininum, weiblich f προδιαγραφέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl εκπομπών καυσαερίων