„προδίδω“: μεταβατικό ρήμα προδίδω [proˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ωσα; -όθηκα; -ομένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verraten verraten προδίδω προδίδω