προγενέστερος
[projeˈnesteros], προγενέστερη, προγενέστεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorangegangenπρογενέστεροςπρογενέστερος
Thank you for your feedback!