προβοσκίδα
[provosˈkjiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Rüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροβοσκίδαπροβοσκίδα
examples
- προβοσκίδα ελέφανταElefantenrüsselαρσενικό | Maskulinum, männlich m