„προβλεπτικός“ προβλεπτικός [provleptiˈkos], προβλεπτική, προβλεπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vorausschauend vorausschauend προβλεπτικός προβλεπτικός