προβλέπω
[proˈvlepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorhersagen, voraussehenπροβλέπωπροβλέπω
- vorsehenπροβλέπω σχεδιάζωπροβλέπω σχεδιάζω
- vorsorgenπροβλέπω προνοώπροβλέπω προνοώ