„προβατοτροφία“: θηλυκό προβατοτροφία [provatotroˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schafzucht Schafzuchtθηλυκό | Femininum, weiblich f προβατοτροφία προβατοτροφία