προβάλλω
[proˈvalo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-βαλα; -βλήθηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorführenπροβάλλω ταινίαπροβάλλω ταινία
- vorbringen, erhebenπροβάλλω αντιρρήσειςπροβάλλω αντιρρήσεις
- vorschiebenπροβάλλω πρόφασηπροβάλλω πρόφαση
- einlegenπροβάλλω βέτοπροβάλλω βέτο
προβάλλω
[proˈvalo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-βαλα; -βλήθηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erscheinenπροβάλλω εμφανίζομαιπροβάλλω εμφανίζομαι