προανάκριση
[proaˈnakrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Voruntersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροανάκριση νομικός όρος | Rechtswesenνομπροανάκριση νομικός όρος | Rechtswesenνομ