πριονίζω
[prioˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (zer)sägenπριονίζωπριονίζω
- durchsägenπριονίζω σε δύο μέρηπριονίζω σε δύο μέρη
Thank you for your feedback!