„πριονίδια“: πληθυντικός ουδετέρου πριονίδια [prioˈniðja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sägespäne, Sägemehl Sägespäneπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl πριονίδια Sägemehlουδέτερο | Neutrum, sächlich n πριονίδια πριονίδια