„πριμοδότηση“: θηλυκό πριμοδότηση [primoˈðotisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Prämie Prämieθηλυκό | Femininum, weiblich f πριμοδότηση πριμοδότηση