„πρατήριο“: ουδέτερο πρατήριο [praˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verkaufsstelle Verkaufsstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f πρατήριο πρατήριο examples πρατήριο βενζίνης Tankstelleθηλυκό | Femininum, weiblich f πρατήριο βενζίνης