„πρασινομάτης“ πρασινομάτης [prasinoˈmatis], πρασινομάτα, πρασινομάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) grünäugig grünäugig πρασινομάτης πρασινομάτης