„πρασινολαδί“: επίθετο, ως επίθετο πρασινολαδί [prasinolaˈði]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) olivgrün olivgrün πρασινολαδί πρασινολαδί