„πρασινάδα“: θηλυκό πρασινάδα [prasiˈnaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rasen, Grün Rasenαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρασινάδα Grünουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρασινάδα πρασινάδα