„πρακτικά“: πληθυντικός ουδετέρου πρακτικά [praktiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Protokoll Protokollουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρακτικά συνεδριάσεως πρακτικά συνεδριάσεως examples κρατάω πρακτικά protokollieren κρατάω πρακτικά