„πραγματίστια“: θηλυκό πραγματίστια [praɣmaˈtistia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pragmatikerin Pragmatikerinθηλυκό | Femininum, weiblich f πραγματίστια πραγματίστια