„πρίγκιπας“: αρσενικό πρίγκιπας [ˈpriŋgjipas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Prinz, Fürst Prinzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρίγκιπας παιδί βασιλιά πρίγκιπας παιδί βασιλιά Fürstαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρίγκιπας τίτλος πρίγκιπας τίτλος