„πρέζα“: θηλυκό πρέζα [ˈpreza]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Prise Priseθηλυκό | Femininum, weiblich f πρέζα αλατιού, κτλ πρέζα αλατιού, κτλ