„πράσο“: ουδέτερο πράσο [ˈpraso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lauch Lauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m πράσο βοτανική | Botanikβοτ πράσο βοτανική | Botanikβοτ