„πούτσος“: αρσενικό πούτσος [ˈputsos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwanz Schwanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πούτσος πούτσος