„πουλώ“: μεταβατικό ρήμα πουλώ [puˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkaufen, verraten verkaufen πουλώ πουλώ verraten πουλώ προδίδω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πουλώ προδίδω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ