πουλόβερ
[puˈlover]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pulliαρσενικό | Maskulinum, männlich mπουλόβερπουλόβερ
examples
- πουλόβερ ζιβάγκοRollkragenpulloverαρσενικό | Maskulinum, männlich m