„ποτοποιία“: θηλυκό ποτοποιία [potopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getränkeherstellung, Getränkefirma Getränkeherstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f ποτοποιία ποτοποιία Getränkefirmaθηλυκό | Femininum, weiblich f ποτοποιία επιχείρηση ποτοποιία επιχείρηση